Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Scherzo di follia (game of madness)

Μετά την ομορφιά της, στέκει και παρατηρεί τους θαυμαστάς   
 ( Ανδρέας Εμπειρίκος)

The Countess de Castiglione
Photo by Pierre-Louis Pierson, 1863-1866

Η δόξα μιας ύστατης φλόγας

Αποθαυμάζοντας τη δόξα
μιας ύστατης φλόγας
Αναλογίζομαι πάντα
την τέφρα των εραστών
το οστεοφυλάκιο των εποχών

Τάκης Βαρβιτσιώτης


Scherzo di Follia ή αλλιώς game of madness είναι ο τίτλος  μίας από τις 400 περίπου φωτογραφίες – πορτραίτα της Virginia Oldini Verasis(Countess de Castiglione) που τράβηξε ο φωτογράφος Pierre-Louis Pierson σ’ ένα διάστημα 40 χρόνων από το 1856 ως το 1895 και χαρακτηρίζεται ένα από τα διασημότερα πορτραίτα στην ιστορία της φωτογραφίας. Ο τίτλος Scherzo di Follia αναφέρεται σε μία σκηνή της όπερας του Verdi - Un Ballo in Maschera. Η σχέση της κόμησας με τον Pierson ήταν μοναδική για την εποχή της και για τις συμβάσεις της φωτογραφίας. Επιπλέον ήταν η μακροβιότερη συνεργασία στο είδος της στην ιστορία της φωτογράφησης πορτραίτων.

Άκου Ludwig van Beethoven-Moonlight Sonata

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Ουλαλούμ...



Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.

Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .

Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:

. . . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μ π ά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.

Τόσο πολύ μ' αγάπησες Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .

Γιάννης Σκαρίμπας
Ουλαλούμ


Κι έφυγα. Τράβηξα πολύ βιαστικός στη δουλειά μου.
Όπου βλέπω κειδά το γιατρό Εξαδάχτυλο, νάρχεται μ' ένα βιβλίο "υπο μάλης"¨. Στ' αντίκρυσμά του, κλονίστηκα κι έκαμα μεταβολή ν' αποφύγω. Μα αυτός με κατάφτασε. Και λοιπόν; τον ρωτώ.
-Να μόλις διάβηκα - τον ακώ - κάτω απο τα κλειστά παράθυρά της, κάτω απ' τη μεταξωτή θύμησή της. Η ανάμνησή της μου αχτινοβόλησ' εκεί, λοξές λάμψεις και όπιο, μου μύρισε εσώρρουχα φρεσκοσιδερωμένα και λήθη. (Κι ήταν αυτό - λέει...φοβερό...)
-Φοβερό!...λέω...ποιό; αυτά τα ασπρόρρουχα πούπατε, ή η φρεσκοσιδερωμένη της λήθη;
-Και αυτά-λέει-κι ας μας τάπες ανάποδα, αλλά προπάντων που πέθανε. Το δυστύχημα είναι (πρόστεσε τώρα σα νάσκαζε) το δυστύχημα είναι ότι τόκαμε ανέλπιστα. Πέθανε πριν να με καλογνωρίσει ποιός είμαι.
-Πώς την έλεγαν;
-Μηδά ξέρω; το ξέχασα! ξεχνώ ως και των ματιών της το χρώμα. Τώρ' αν την έβλεπα "Ουλαλούμ" θα την φώναζα...

Γιάννης Σκαρίμπας
Απ' το "σόλο του φίγκαρο"

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Josef Koudelka "Εξορίες: Τα δειλινά του κόσμου"

Αιχμαλωτίζοντας την ομορφιά και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων και των τοπίων



View full screen

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Να πούμε...

Τρατάρηδες εσύρανε έξω στ' ακρογιάλι το τεράστιο κτήνος της θάλασσας. Σφάδαζε πάνω στην αμμουδιά, με τα λευκά μαλακά της κοιλιάς του στραμμένα προς τον ήλιο. Όλος ο αγέρας πλημμύρισε με μια μυρωδιά σα βουρκάρι, που όλο κι' εδυνάμωνε καθώς το ζώο ετίναζε απεγνωσμένα τα πλατειά του γλοιώδη πόδια. Κόσμος μαζώχτηκε τριγύρω να σπουδάση την απαίσια μορφή του τέρατος, να παρακολουθήση την αργή αγωνία του. Θέλησα να πλησιάσω να το δω κι εγώ, αλλά είτανε αδύνατο με το τόσο πλήθος που είχε συναχτή. Μια κυρία ντυμένη με μόνο το καπέλλο της, φορτωμένο μ' αινιγματώδη φτερά, μου εψιθύρισε σε τόνο απαλής στοργής: " - Είναι τυφλό" 'Α, ώστε έτσι, είναι τυφλό! Αφού είναι τυφλο, τι 'ναι λοιπόν αυτά που μας έλεγε ο Seurat περί του κόκκινου φωτοστεφάνου γύρω απο τις πράσινες φυλωσιές, στις παρισινές λεωφόρους, σαν ανάψουν τα φανάρια; Τι 'ναι λοιπόν αυτός ο θόρυβος των παιδικών φωνών που δεν μας αφίνει το τραμ να τις διακρίνουμε καθαρά; Τι 'ναι αυτά τα κόκκινα βελούδινα γάντια που φορέσατε στα χέρια σας; Μη βγάζετε τα παπούτσια σας, καλή, προσμένετε ναρθη η νύχτα. Κι' η νύχτα ήρθε. Το τέρας είχε λησμονηθή, οι τρατάρητες είχανε φύγει, το πλήθος είχε διαλυθή. Το φεγγάρι είτανε τσίγκινο και το μετέφεραν πάνω στο στερέωμα μ' ένα σπάγγο. Η αυλαία άρχισε να πέφτη σιγά σιγά.


Νίκος Εγγονόπουλος
Η επιστροφή των πουλιών