Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011
Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011
Βρύα, λειχήνες....και βιολέτες
Επεισόδιο
Όλη τη νύχτα έβρεχε. Και το πρωί
τα φορτηγά κατέβηκαν με λάστιχα λασπωμένα.
Οι νεκροί μετακομίζουν σ' άλλα σώματα αφήνοντας
μεγάλες γρατσουνιές στο δέρμα.
Ο ουρανός το γυρίζει
γρήγορα στο γαλάζιο.
Ένας ήλιος καυτός περνάει
σφυρίζοντας πάνω απ' το κεφάλι μου.
«Ο θάνατος δεν είναι τίποτα» μου έλεγε
τις προάλλες ένας ταξιτζής.
«Μια απλή διακοπή του φωτός. Όπως όταν
δεν έχεις να πληρώσεις το λογαριασμό».
Όλη τη νύχτα έβρεχε. Και το πρωί
τα φορτηγά κατέβηκαν με λάστιχα λασπωμένα.
Οι νεκροί μετακομίζουν σ' άλλα σώματα αφήνοντας
μεγάλες γρατσουνιές στο δέρμα.
Ο ουρανός το γυρίζει
γρήγορα στο γαλάζιο.
Ένας ήλιος καυτός περνάει
σφυρίζοντας πάνω απ' το κεφάλι μου.
«Ο θάνατος δεν είναι τίποτα» μου έλεγε
τις προάλλες ένας ταξιτζής.
«Μια απλή διακοπή του φωτός. Όπως όταν
δεν έχεις να πληρώσεις το λογαριασμό».
LENTO
Τώρα οι βιολέτες δεν φουντώνουν
Μόνο τα δάχτυλα του χρόνου
άσπρα και λεπτά
Μόνο τα δάχτυλα του χρόνου
άσπρα και λεπτά
ηχούν στα πλήκτρα της ψυχής σου
μια μελωδία της αβύσσου.
Δίχως αυτά
μια μελωδία της αβύσσου.
Δίχως αυτά
ο ήλιος θα βούλιαζε στη δύση.
ζεστή θα σε είχε προσαρτήσει
το τίποτα.
ζεστή θα σε είχε προσαρτήσει
το τίποτα.
Η Δευτέρα Παρουσία
Θα ’ναι μια κρύα νύχτα (αλλά και η νύχτα
πριν από αυτήν θα ’ναι εξίσου κρύα).
Θα μας σκεπάζουν λειχήνες, βρύα,
χόρτα των τοίχων. Το σκοτάδι θ’ αλυχτά.
Χίλιοι άνθρωποι δεν θα μπορούν να σηκώσουν
μαζί ένα πεσμένο φύλλο.
Κι άλλο για ένα σάπιο μήλο
θα πουλάν την ψυχή τους όσο-όσο.
τρομαγμένοι –θα σκούζουν οι σειρήνες–
οι άγγελοι ( ανάποδα, με το κεφάλι
προς τα κάτω ) θα πέφτουν με αλεξίπτωτα.
Χλωμούς, ανήμπορους από τη ζάλη,
θα τους ρουφούν ηδονικά οι δίνες
του μηδενός, του τίποτα.
πριν από αυτήν θα ’ναι εξίσου κρύα).
Θα μας σκεπάζουν λειχήνες, βρύα,
χόρτα των τοίχων. Το σκοτάδι θ’ αλυχτά.
Χίλιοι άνθρωποι δεν θα μπορούν να σηκώσουν
μαζί ένα πεσμένο φύλλο.
Κι άλλο για ένα σάπιο μήλο
θα πουλάν την ψυχή τους όσο-όσο.
τρομαγμένοι –θα σκούζουν οι σειρήνες–
οι άγγελοι ( ανάποδα, με το κεφάλι
προς τα κάτω ) θα πέφτουν με αλεξίπτωτα.
Χλωμούς, ανήμπορους από τη ζάλη,
θα τους ρουφούν ηδονικά οι δίνες
του μηδενός, του τίποτα.
Ποίηση: Νάσος Βαγενάς
Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011
Παραλήρημα
Beep, beep
Θνητός καλεί ακρόαση
Μαξίμου. Over. Στη γραμμή
Ουαου! σ’ ακούω ξύλινο
σαν ληγμένο προϊόν
Beep, beep
Νε – Νεκρόπολη, Μητρόπολη
Μελλοθάνατοι, μα ζώντανοι
Νε – Νεκρόπολη, Μητρόπολη
Καλό το παραμύθι σου μα δεν έχει δράκο
πείσε με τώρα ναι. Πως είμαι εγώ το λάθος
που χάλασε την συνταγή στη κρατική σου παρακμή
ανατοπία ο ιός γέννημα ιδανικών
Καταστολή - Λοβοτομή
Καταστολή στο περιθώριο
Καταστολή
Καταστολή στο περιθώριο
Καταστολή
Τα ψεύτικα λόγια η ρηχή σου σκέψη
κομμάτι των όσων δεν προσκυνάς
οι εραστές της εξουσίας
παιγνίδι παίζουν μα εσύ γελάς.
Καταστολή - Λοβοτομή
Καταστολή στο περιθώριο
Καταστολή
Καταστολή στο περιθώριο
Καταστολή
Χρόνια ντροπής
και απραξίας
χαλύβδινης
κομματικής σιωπής.
Προστάτες ψάχνεις
ξένες δυνάμεις
γιγάντων πλάτες
να στηριχθείς.
Δεν έχεις φωνή
ποιος για σένα θα φωνάξει
ποιος θα συμπαρασταθεί
ποιος θ' ακούσει τα όνειρά σου
να ζεστάνει τη καρδιά σου.
Σε τι καλούπι θέλεις να χωρέσω
πως εννοείς να προσαρμοστώ
Παραλήρημα σε κομμάτια στίχων τραγουδιών απο τους Panx Romana
(via pawcrisis)
Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011
Αγγίζω δίχως φόβο ηλεκτροφόρα σύρματα
Για να ανεβείς είναι αναγκαίο να ανεβείς, αλλά είναι επίσης αναγκαίο
να υπάρχει ύψος.
Αστεροσκοπείο
Διαρρήχτες του ήλιου
δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα
δεν ξέρουν τί χρώμα έχει ο ουρανός
δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα
δεν ξέρουν τί χρώμα έχει ο ουρανός
Σε σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι
δεν ξέρουν αν θα πεθάνουν
παραμονεύουν
με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια
με τ' άστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα με ψίχουλα
με τις πέτρες τών δειλών στα χέρια
παραμονεύουν σ' άλλους πλανήτες το φως
δεν ξέρουν αν θα πεθάνουν
παραμονεύουν
με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια
με τ' άστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα με ψίχουλα
με τις πέτρες τών δειλών στα χέρια
παραμονεύουν σ' άλλους πλανήτες το φως
Να πεθάνουν
Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της
από το χρώμα του το κάθε λουλούδι
από το χάδι του το κάθε χέρι
απ' τ' ανατρίχιασμα του το κάθε φιλί
από το χρώμα του το κάθε λουλούδι
από το χάδι του το κάθε χέρι
απ' τ' ανατρίχιασμα του το κάθε φιλί
Ο Συλλέκτης
Μαζεύω πέτρες γραμματόσημα
πώματα από φάρμακα σπασμένα γυαλικά
πτώματα απ’ τον ουρανό
λουλούδια
κι ό,τι καλό
σ’ αυτό τον άγριο κόσμο
κινδυνεύει
ψηλά κοιτάζω σαν χαρταετός
ο Σταυραετός να φεύγει
αγγίζω δίχως φόβο ηλεκτροφόρα σύρματα
αυτά δε με αγγίζουν
ο ήλιος μαζεύει τις ημέρες μου
γελώντας
μονάχα η ψυχή στ’ αυτί μου
ψιθυρίζει λέγοντας:
σκοτείνιασε σκοτείνιασες
γιατί;
δεν είσαι τρομαγμένος;
γελώντας
μονάχα η ψυχή στ’ αυτί μου
ψιθυρίζει λέγοντας:
σκοτείνιασε σκοτείνιασες
γιατί;
δεν είσαι τρομαγμένος;
Ποιήση Μ. Σαχτούρης
Φωτογραφία Kansuke Yamamoto (1914-1987)
Φωτογραφία Kansuke Yamamoto (1914-1987)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)