Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Ο ένοικος


H TAINIA

Trelkovsky: If you cut off my head, what would I say... Me and my head, or me and my body? What right has my head to call itself me? 


Le locataire (The tenant)  1976
Roman Polanski
Music: Philippe Sarde

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ


Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Ο κλέφτης στο βυθό


Ο κλέφτης

Κλέφτης, – στ’ αλήθεια, κλέφτης, άσημος, σεσημασμένος·
παραμόνευε
γυναίκες κι άντρες, γέρους και παιδιά, φύλλα, παράθυρα,
λαμπτήρες,
παλιές κιθάρες, ραπτομηχανές, ξερά κλαδιά, τον εαυτό του.
Όλο έκλεβε
μια στάση τους, μιαν έκφραση τους, τ’ αποτσίγαρα που πετούσαν
στο δρόμο,
τα ρούχα τους, όταν γδύνονταν την ώρα του έρωτα, τη σκέψη
τους,
τ’ άγνωστα σχήματα τους, τα δικά τους, τα δικά του, κι έφτιαχνε
μεγάλες, περίεργες ανθοδέσμες ή φύτευε γλάστρες. Τώρα,
στ’ ανθοπωλείο της γειτονιάς, πίσω απ’ τα τζάμια, τον βλέπαμε
να ραντίζει με την τρόμπα τα μεγάλα τριαντάφυλλα, τις ντάλιες,
τα γαρύφαλλα
χωρίς να τα πουλάει μήτε να τα χαρίζει· – ένας κλέφτης
ιδιόρρυθμος,
ένας παρηκμασμένος πρίγκιπας μέσα στη σέρα του. Μόνο το
πρόσωπο του,
ωχρό, ξεχώριζε ανάμεσα στους πανύψηλους κρίνους,
σαν ένας νεκρός μέσα στο γυάλινο του φέρετρο. Ωστόσο,
στα κρύα του χειμώνα, αυτό το ανθοπωλείο με τ’ απούλητα
άνθη,
πάντα μας έδινε την αίσθηση μιας αιώνιας άνοιξης· κι ας μάθαμε
αργότερα
πως όλ’ αυτά τα λουλούδια ήταν χάρτινα, βαμμένα
με κόκκινη και κίτρινη μπογιά – πιότερο κόκκινη – σε
διάφορους τόνους.

Γιάννης Ρίτσος
(Μαρτυρίες Α’, 1957-1963)

Στο βυθό

Είδε το δύτη να κινείται βαθιά στο νερό
με ανάλαφρες, σάρκινες κινήσεις. Πιο πέρα
είδε το πήλινο πέος και τα πόδια του αγάλματος
να πατούν σταθερά στο βυθό. Κι είδε ακόμη
την πήλινη γυναίκα ξαπλωμένη, περιμένοντας
με το ‘να γόνατο ανασηκωμένο, μ’ ένα κόκκινο
ολότελα κόκκινο ψάρι στην κοιλιά της. Μονάχα
που δεν σαλεύαν τα φύκια, δεν υπήρχαν φύκια,
και το νόμισμα που ρίξαν από πάνω κατέβαινε αργά
ώσπου σταμάτησε μια σπιθαμή απ’ το στόμα της γυναίκας.

Γιάννης Ρίτσος
(Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη, 1967-1971)

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Απο περιέργεια υπάρχω





Τη ζωή σαν αχθοφόρος
όπου βρω την κουβαλάω,
στο αγώι τραγουδάω
κι ο σκοπός θανατηφόρος.

Μεροκάματο δε θέλω
ούτε και για χαρτζιλίκι
από περιέργεια υπάρχω
και από καραγκιοζιλίκι.

Δίχως τέλος κι ως το τέλος
θέλω να την σεργιανάω
κι αν στον Άδη πει να πάω,
σύμφωνος κι ετοιμασμένος.

Μεροκάματο δε θέλω...


Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Παπάζογλου



  
Και ένα ακόμη

Στην Πόλυ

Εσύ που είσ' ακόμα εκεί
στης αμαρτίας το στρατί
και στο μικρό σου το κορμί
έχεις για πάντα φορτωθεί
της γης όλα τα λάθη

Εσύ που σου 'δωσαν να πιεις
απ' της ζωής το κατακάθι

Είσαι για μένα ο πιο πικρός
μέσα στη νύχτα στεναγμός
κάπου σαν ίσκιος σκοτεινός
μοιάζεις ο ίδιος μου εαυτός

Να γίνονταν να φορτωθώ
τα κρίματα σου να σωθώ

Εσύ μοιράζεις το φιλί
κι η κοινωνία τη ντροπή
ένα τραγούδι τι να πει
όταν στο βούρκο η ζωή
ανοίγει μονοπάτι

Αχ η ελπίδα η κοινή
δε βρίσκει απόψ' έναν πελάτη

Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Παπάζογλου

Άκουσέ το:
STIN POLI.mp3

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Η καρδιά ενός σκύλου


Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Αδιέξοδο


Ο δρόμος στένευε ολοένα. Μόλις χωρούσαμε πια ανάμεσα στα σπίτια, που σχεδόν έσμιγαν αντικριστά αφήνοντας ένα τόσο δα πέρασμα. Χωθήκαμε στην αυλή και ακολουθώντας το μονοπάτι βγήκαμε στην πλατεία. Σκύλοι μαλλιαροί κάθονταν σε κάτι ξεβαμμένους πάγκους και κλαίγαν.
Η γυναίκα με πήρε απ΄ το χέρι και μου ΄δειξε ψηλά ένα γυαλιστερό σελάχι, που γλιστρούσε απο στέγη σε στέγη. Με τα χτυπήματα της ουράς του οι μπρούτζινες στέγες αντηχούσαν σαν κύμβαλα.
"Ακονίζει τα δόντια του· κάποιον θα σπαράξει πάλι απόψε", γυρίζει και μου λέει σιγά.
Η κοτσίδα της έλαμπε βουτηγμένη στο λάδι. Τα μάτια της έκαιγαν κάτω απ΄ τα μακριά τσίνορά της.
Κοιτάζω μπροστά μας τον φράχτη, που ήταν ψηλός και γεμάτος λέπια. Κολλάω το μάτι σε μια τρύπα του. Αμέτρητες μολόχες σαλεύουν γύρω απο ένα κιόσκι μισοβουλιαγμένο στη γη. Στη σκεπή που εξέχει απ' το χώμα, ο φεγγίτης ανοίγει ξαφνικά, ένα περιστέρι πέφτει απ' τη σκάλα, ύστερα ξεπουπουλιάζεται και πετάει γραμμή στο σελάχι. Οι μολόχες στη στιγμή γέμισαν αίματα.

Γύρω μου ξημερώνει. Τα μαλλιά της, ξέπλεκα τώρα, μεγαλώνουν στο φως της αυγής. Χιλιάδες κρόσια με σκεπάζουν.

Ε. Χ. Γονατάς
"Το βάραθρο"