Ο δρόμος στένευε ολοένα. Μόλις χωρούσαμε πια ανάμεσα στα σπίτια, που σχεδόν έσμιγαν αντικριστά αφήνοντας ένα τόσο δα πέρασμα. Χωθήκαμε στην αυλή και ακολουθώντας το μονοπάτι βγήκαμε στην πλατεία. Σκύλοι μαλλιαροί κάθονταν σε κάτι ξεβαμμένους πάγκους και κλαίγαν.
Η γυναίκα με πήρε απ΄ το χέρι και μου ΄δειξε ψηλά ένα γυαλιστερό σελάχι, που γλιστρούσε απο στέγη σε στέγη. Με τα χτυπήματα της ουράς του οι μπρούτζινες στέγες αντηχούσαν σαν κύμβαλα.
"Ακονίζει τα δόντια του· κάποιον θα σπαράξει πάλι απόψε", γυρίζει και μου λέει σιγά.
Η κοτσίδα της έλαμπε βουτηγμένη στο λάδι. Τα μάτια της έκαιγαν κάτω απ΄ τα μακριά τσίνορά της.
Κοιτάζω μπροστά μας τον φράχτη, που ήταν ψηλός και γεμάτος λέπια. Κολλάω το μάτι σε μια τρύπα του. Αμέτρητες μολόχες σαλεύουν γύρω απο ένα κιόσκι μισοβουλιαγμένο στη γη. Στη σκεπή που εξέχει απ' το χώμα, ο φεγγίτης ανοίγει ξαφνικά, ένα περιστέρι πέφτει απ' τη σκάλα, ύστερα ξεπουπουλιάζεται και πετάει γραμμή στο σελάχι. Οι μολόχες στη στιγμή γέμισαν αίματα.
Γύρω μου ξημερώνει. Τα μαλλιά της, ξέπλεκα τώρα, μεγαλώνουν στο φως της αυγής. Χιλιάδες κρόσια με σκεπάζουν.
Ε. Χ. Γονατάς
"Το βάραθρο"