Μάτι της αβύσσου. Κλείνει ματωμένο.
Σε κυκλώνουν νύχτα τα παλιά στοιχειά
ο πνιγμένος λάμνει σε νερά βαθιά-
μα το μυστικό της είν’ αλλού κρυμμένο.
Νυσταγμένη γάτα με βελούδο νύχι
λύσσαξε κι αφρίζει. Ποιός κανοναρχεί;
Τον ξεβράζει τώρα κόκκινη βροχή
και τυφλά ποντικια κατοικούν τα τείχη.
Νύχτα. Μη μιλήσεις άλλο για μετόχια.
Νύχτα. Κι ο πνιγμένος να σου στήνει βρόχια.
ΟΥΡΑΝΙΟ ΨΑΡΙ
Η σκοτεινή της μήτρα αναδεύει
και σάμπως μπάσταρδο κι απόψε σε ξερνά·
στον κύκνο σου λαιμό θηλιά περνά
το χέρι της Σειρήνας· και σε ζεύει.
Τα πόδια σου πριόνισε η προπέλα
κι όλη τη νύχτα αλυχτάς σκυλί λυτό·
πάλι θα λεν τη μάνα σου Λητώ
και τη σπασμένη κάμα σου Μαρκέλλα.
Σε ποιο λιμάνι τ’ ουρανού να σκάψω τάφο,
νὰ σε ρουφήξει ποια θεόρατη κοιλιά;
Θα πνίγεις στο σκοτάδι τα σκυλιά
κι εγώ απ’ τον πάτο της ζωής μου θα σου γράφω.
ΗΜΕΡΟΣ ΥΠΝΟΣ
Χιόνι σεντόνι τρυφερό για του φιδιού τον ύπνο.
Χιόνι και πένθιμο σκυλί βραχνός προφήτης.
Με νύχια παγωμένα ο λύκος κρύβεται.
Με φόβο οι ζωντανοί την πόρτα κλείνουν.
Κοιτάς απ’ το παράθυρο: Καπνίζουν τα πηγάδια.
Χιόνι· κι ανάψαν τη φωτιά στον κάτω κόσμο.
Ο κυνηγός στο πέρασμα το σπίρτο πίνει.
Τον λύκο, που εχύμηξε πίσω του, δεν τον βλέπει.
Νύχτα με πένθιμο σκυλί στον σάπιο φράχτη.
Κι οι πεθαμένοι ακούν· και περιμένουν.
ΑΣΤΡΑ
Καπνίζουν κ’ οι άγγελοι, είπε.
Άμα σηκώσετε τη νύχτα
το κεφάλι σας θα τις ιδείτε
τις κάφτρες των τσιγάρων τους.
Τι καφενείο Τι ουρανός
ντουμάνι και φτυσιές
κι αέρας σάπιος
(κι ο κάτω κόσμος
στάχτες κι αποτσίγαρα).
ΠΡΩΤΗ ΒΡΟΧΗ Η' ΑΝΤΙΠΕΡΙΣΠΑΣΜΟΣ
Όταν χτυπά η βροχή στους τσίγκους
και σε τραβούν του ύπνου τα τελώνια
γλιστρούν στ’ άδειο πλακόστρωτο οι ίσκιοι
βρεμένοι ώς το κόκκαλο. Επιστρέφουν.
Τρυπώνουν στα ραγίσματα των τοίχων
ύστερα στα θεμέλια κατεβαίνουν·
βυθίζονται στου κόκορα το αίμα.
Όταν χτυπά η βροχή στους τσίγκους
και σε τραβούν του ύπνου τα τελώνια
έρχονται πίσω των σπιτιών οι πεθαμένοι·
σε γνώριμους βυθούς να ξεχειμάσουν.
Όταν χτυπά η βροχή στους τσίγκους
και σε τραβούν του ύπνου τα τελώνια
γλιστρούν στ’ άδειο πλακόστρωτο οι ίσκιοι
βρεμένοι ώς το κόκκαλο. Επιστρέφουν.
Τρυπώνουν στα ραγίσματα των τοίχων
ύστερα στα θεμέλια κατεβαίνουν·
βυθίζονται στου κόκορα το αίμα.
Όταν χτυπά η βροχή στους τσίγκους
και σε τραβούν του ύπνου τα τελώνια
έρχονται πίσω των σπιτιών οι πεθαμένοι·
σε γνώριμους βυθούς να ξεχειμάσουν.