Ο φρέσκος καιρός αγαπάει τα νέα φουσκώματα του
αέρα και τα πανένια σύννεφα
του θρυλικού απογεύματος πάνω στον ίσιο δρόμο που
μαυρίζει,
αγαπάει το κρύο ύστερ' απ' τη ζέστη, τη λυπητερή
σταγόνα της βροχής στο μάγουλο,
τον άνθρωπο που πάει ν' ακούσει μουσική, που δίνει
ένα νόμισμα σφυρίζοντας,
ρίχνοντας ένα βλέμμα στον ουρανό, βιβλία, διαμαντικά,
μονοκόμματα πλυμένα τζάμια
γεμάτα διαβάτες και σε μια γωνιά το είδωλο του
ανθρώπου με το πένθος στο αριστερό μανίκι,
το βιβλίο του χορού και του ύπνου ύστερα από το χορό,
το διαμαντικό που έδειξε ο δείχτης της χτες μιλώντας
πριν για τα μαλλιά της
που τα χτένισε το βροχερό απόγευμα στον κομμωτή
που ξέρεις, και που ξέρω και ξέρει
και το χθεσινό κοστούμι μου που το φορώ και σήμερα
και κρυώνω.
Ένιωσα το ρίγος της καταιγίδας που θα 'ρθει
από τα ανεστραμμένα μάτια του ιδιοκτήτη με την
ομπρέλα, και τη γυναίκα
από τα ανεστραμμένα μάτια του σκυλιού στο τρίτο
παράθυρο γεμάτο θυμό και ραπτομηχανή
από το παγωμένο ίχνος του μαγειρικού λίπους γύρω
στη μπλε ρίγα του πιάτου
του καθημερινού σερβίτσιου μας
από το ζαρωμένο δέρμα της παλάμης μου κοιτάζοντας
τον κίτρινο καπνισμένο δείχτη
από το ύπουλο λαμπύρισμα που διακρίνει τη μετόπη
του σχολείου με το αρχαίο ρητό,
με τα μαραμένα παιδιά που τραγουδάνε μαραμένα τραγούδια
για δασκάλους μαραμένους με μαραμένο λουλούδι
στην κουμπότρυπα,
με μαραμένο στομαχάκι να χωνεύει μαραμένα
μεσημεριανά ραδίκια,
που τα σερβίρει ένα μαραμένο χέρι μητρικό με το
μαντήλι κρυμμένο στο μανίκι...
Ένιωσα τα πρώτα συμπτώματα του πυρετού
από την αναγούλα που πονά στα μάτια και πικραίνει
το στομάχι
από το παγωμένο πρόσωπο στο χρώμα του δηλητήριου
που το φανταζόμουν πάντα κίτρινο ωχρό,
από τη δικαιολογία μιας πυραμίδας τσιγάρων
αποπνιχτικά σβησμένων στο τασάκι
από την ψύξη του καυτού κορμιού που έρχεται αιφνίδια
αφήνοντας ζεστό ένα κεφάλι κλόουν ζαλισμένο
σαν ελατήριο
ενώ από δίπλα τα παλτά τραντάζουνε περνώντας τον
αέρα σαν επιβλητικά ζώα.
Ήμουνα στην πλατεία με τους στύλους των φώτων
στο στάδιο της βαφής τους με μίνιο.
Ήμουνα στα μάτια των ανθρώπων, των σκυλιών,
των αλόγων
με τ' αδιάβροχα το χειμώνα, με τα ψαθάκια
το καλοκαίρι
με δυο τρύπες για τ'αυτιά τους στα καλοκαιρινά
ψαθάκια
ήμουνα στους ήχους του μαθήματος πιάνου και στο
γραμμόφωνο
του πλανόδιου με το δίσκο.
Όταν άρχισαν να τρέμουν οι πλάτες μου, να τρίζουν τα
δόντια μου
και να 'μαι ένα με την καταιγίδα που ξέσπασε.
Όταν έγινε ο ήλιος "μέλας ως σάκος τρίχινος"
και πηδούσαν οι κυρίες τις συσσωρευμένες σταγόνες...
ΓΡΑΠΤΑ ΓΙΩΡΓΟΥ Β. ΜΑΚΡΗ