Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Αναμνήσεις


Εκείνο τον καιρό, βυθιζόμουν στον αχανή 
ορίζοντα που τον κρατούσαν δύο χέρια.

(Την παραμονή της αναχώρησης, ο 
ταξιδιώτης κοιτάζει πίσω του, λες 
και λιποψυχεί)


Όμοια με τη φύση, όμοια με τη φύση, όμοια με τη
φύση,
Με τη φύση, με τη φύση, με τη φύση,
Όμοια με πούπουλο,
Όμοια με τη σκέψη,
Κι όμοια κάπως με τη γήινη σφαίρα,
Όμοια με το σφάλμα, με την ηδύτητα και με την
ωμότητα,
Μ' εκείνο που δεν είναι αληθινό, δεν σταματά, έχει
κεφάλι μπηγμένου καρφιού,
Με τη νύστα που σε πιάνει όταν ασχολείσαι με
πράγματα αδιάφορα,
Μ' ένα τραγούδι σε ξένη γλώσσα,
Μ' ένα δόντι που πονά κι παραμένει ζωντανό,
Με την αραουκάρια που απλώνει στο αίθριο τα
κλαδιά της,
Και δημιουργεί αρμονία χωρίς να μας εξηγεί το πως
και χωρίς να παριστάνει τον τεχνοκριτικό.
Με τη σκόνη του καλοκαιριού, μ' έναν άρρωστο που τρέμει,
Με το μάτι που πλένεται απ' το δάκρυ που χύνει,
Με τα σύννεφα που στοιβάζονται, κλείνουν τον ορίζοντα,
μα σε κάνουν να σκέφτεσαι στον ουρανό.
Με το αμυδρό φως κάποιου σταθμού τη νύχτα, καθώς φτάνουμε, και δεν ξέρουμε αν υπάρχουν άλλα 
τρένα.
Με τη λέξη Ινδός, για κάποιον που δεν πήγε σε
μέρη όπου τους συναντάς παντού.
Με όσα διηγούνται για το θάνατο,
Μ' ένα ιστίο στον Ειρηνικό,
Με μια κότα κάτω από ένα μπανανόφυλλο, κάποιο 
απόγευμα που βρέχει,
Με το χάδι μετά από μεγάλη κούραση, με μια
μακρινή υπόσχεση,
Με την κίνηση της μυρμηγκοφωλιάς,
Με το φτερό του κόνδορα, καθως το άλλο του φτερό
βρίσκεται ήδη στην απέναντι βουνοπλαγιά,
Με μείγματα,
Με το μεδούλι μα και με το ψέμα,
Με βλαστάρι μπαμπού αλλά με τη τίγρη που
ποδοπατά το βλαστάρι,
Όμοιά μου, τέλος,
Κι ακόμα περισσότερο μ' ό,τι δεν είμαι.
By*, εσύ που ήσουν η By μου...


* Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για την ίδια γυναίκα που συναντούμε και σε άλλα ποιήματα του H.M με τα ονόματα "Banjo" και " Banjeby".

Henri Michaux
Εκουαδόρ