Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.
Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .
Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:
. . . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μ π ά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ μ' αγάπησες Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .
Γιάννης Σκαρίμπας
Ουλαλούμ
Κι έφυγα. Τράβηξα πολύ βιαστικός στη δουλειά μου.
Όπου βλέπω κειδά το γιατρό Εξαδάχτυλο, νάρχεται μ' ένα βιβλίο "υπο μάλης"¨. Στ' αντίκρυσμά του, κλονίστηκα κι έκαμα μεταβολή ν' αποφύγω. Μα αυτός με κατάφτασε. Και λοιπόν; τον ρωτώ.
-Να μόλις διάβηκα - τον ακώ - κάτω απο τα κλειστά παράθυρά της, κάτω απ' τη μεταξωτή θύμησή της. Η ανάμνησή της μου αχτινοβόλησ' εκεί, λοξές λάμψεις και όπιο, μου μύρισε εσώρρουχα φρεσκοσιδερωμένα και λήθη. (Κι ήταν αυτό - λέει...φοβερό...)
-Φοβερό!...λέω...ποιό; αυτά τα ασπρόρρουχα πούπατε, ή η φρεσκοσιδερωμένη της λήθη;
-Και αυτά-λέει-κι ας μας τάπες ανάποδα, αλλά προπάντων που πέθανε. Το δυστύχημα είναι (πρόστεσε τώρα σα νάσκαζε) το δυστύχημα είναι ότι τόκαμε ανέλπιστα. Πέθανε πριν να με καλογνωρίσει ποιός είμαι.
-Πώς την έλεγαν;
-Μηδά ξέρω; το ξέχασα! ξεχνώ ως και των ματιών της το χρώμα. Τώρ' αν την έβλεπα "Ουλαλούμ" θα την φώναζα...
Γιάννης Σκαρίμπας
Απ' το "σόλο του φίγκαρο"
Κι έφυγα. Τράβηξα πολύ βιαστικός στη δουλειά μου.
Όπου βλέπω κειδά το γιατρό Εξαδάχτυλο, νάρχεται μ' ένα βιβλίο "υπο μάλης"¨. Στ' αντίκρυσμά του, κλονίστηκα κι έκαμα μεταβολή ν' αποφύγω. Μα αυτός με κατάφτασε. Και λοιπόν; τον ρωτώ.
-Να μόλις διάβηκα - τον ακώ - κάτω απο τα κλειστά παράθυρά της, κάτω απ' τη μεταξωτή θύμησή της. Η ανάμνησή της μου αχτινοβόλησ' εκεί, λοξές λάμψεις και όπιο, μου μύρισε εσώρρουχα φρεσκοσιδερωμένα και λήθη. (Κι ήταν αυτό - λέει...φοβερό...)
-Φοβερό!...λέω...ποιό; αυτά τα ασπρόρρουχα πούπατε, ή η φρεσκοσιδερωμένη της λήθη;
-Και αυτά-λέει-κι ας μας τάπες ανάποδα, αλλά προπάντων που πέθανε. Το δυστύχημα είναι (πρόστεσε τώρα σα νάσκαζε) το δυστύχημα είναι ότι τόκαμε ανέλπιστα. Πέθανε πριν να με καλογνωρίσει ποιός είμαι.
-Πώς την έλεγαν;
-Μηδά ξέρω; το ξέχασα! ξεχνώ ως και των ματιών της το χρώμα. Τώρ' αν την έβλεπα "Ουλαλούμ" θα την φώναζα...
Γιάννης Σκαρίμπας
Απ' το "σόλο του φίγκαρο"