Ο ΓΕΡΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΓΑΤΕΣ
Ο κόσμος,
χαρούμενα βαμένος,
θ' αρχίσει να κινείται και ν' ανασαλεύει
και στα παράθυρα ψηλά, φλογάτες,
ολάνθιστες οι γλάστρες, παγωνίζοντας, θ' ανοίξουν τις ουρές τους,
στις ράγιες θα βαλθούν να σέρνουν τους ανθρώπους
και το κατόπι τους θα τρέχουν
σωρός οι γάτες κι' άλλες γάτες, μαύρες γάτες!
Τον ήλιο εμείς θα καρφιτσώσουμε στη μπλούζα της αγαπημένης.
Σφυρηλατώντας τ' άστρα,
καρφίτσες θα της φτιάξουμε λουσάτες.
Βγέστε απ' τα σπίτια!
Πηγαίντε και χαϊδέψτε,
χαϊδέψτε τις στεγνές και μαύρες γάτες!
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΙΧΩΣ ΑΥΤΙ
Αυτό είναι αλήθεια!
Πάνω απ' την πόλη,
κει που γυρνάν οι ανεμοδείχτες τρίζοντας τις σπάλες,
μια γυναίκα
- τα βλέφαρά της σκοτεινές σπηλιές -
ορμώντας δω και κει, παραδέρνοντας,
στα πεζοδρόμια ρίχνει τις ροχάλες
και ξεφυτρώνουνε σακάτηδες θεόρατοι
απ' τις φτυσιές.
Πάνω στην πολιτεία,
σαν εκδίκηση βαριά,
το σφάλμα κάποιου αγνώστου πέφτει,
οι κάτοικοι το βάλανε στα πόδια
και φεύγουνε κοπαδιαστά.
Κι εκεί,
στων τοίχων την ταπετσαρία απάνω,
ανάμεσα στους ίσκιους του κρασιού,
ένας γέρος ζαρωμένος κλαίει
ακουμπώντας στο πιάνο.
Τον τριγυρίζουν. Αυτός συνεχίζει.
Πάνω απ' την πόλη ευρύνεται
ο θρύλος των βασάνων. Κι αν θελήσεις βιαστικός,
απο μια νότα ν' αρπαχτείς,
τα δάχτυλα θα σου ματώσει δίχως οίκτο·
και δεν μπορεί τα χέρια ν' ανασύρει ο μουσικός
μεσ' απο τ' άσπρα δόντια των εξαγριωμένων πλήκτρων.
Γενική αναταραχή. Αυτός συνεχίζει.
Και να που σήμερα
απ' το πρωϊ,
η λάμια μπήγοντας τα χείλη,
απ' της ψυχής μου ρούφαγε τη φλάσκα.
Προχώραγα κουνώντας με σπασμούς
και χέρια και ποδάρια
και παντού οι καμινάδες χορεύαν στις στέγες καζάσκα
κι' είταν τα λυγισμένα γόνατά τους δυό τεσσάρια.
Κύριοι!
Σταματείστε!
Είναι ποτέ δυνατόν;
Ανασκουμπώθηκαν και παν να παίξουν ξύλο
ακόμα κι οι πάροδοι.
Κι' η θλίψη μου εμένα αυγαταίνει,
παράλογη
και ταράζει με κι είναι σαν δάκρυ
που κυλάει στη μουσούδα του σκύλου.
Απόσπασμα απο το θεατρικό έργο "Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκη" Τραγωδία
Vladimir Mayakofsky
ΘΕΑΤΡΙΚΑ
Μτφρ. Αρης Αλεξάνδρου
Άκου Tangerine Dream - Cyclone