Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Ο Masao Yamamoto στο νησί του μεσημεριού

Την πρώτη φορά που είδε το νησί ο Μαρίνι ήταν σκυμμένος ευγενικά πάνω απο ένα κάθισμα στην αριστερή μεριά, κατεβάζοντας το πλαστικό τραπεζάκι για ν' ακουμπήσει τον δίσκο με το πρωινό. Η επιβάτισσα τον είχε κιόλας κοιτάξει κάμποσες φορές καθώς πηγαινοερχόταν να φέρει περιοδικά ή ποτήρια με ουίσκι. Ο Μαρίνι καθυστέρησε στερεώνοντας το τραπεζάκι κι αναρωτιόταν βαριεστημένος αν άξιζε τον κόπο να ανταποκριθεί στο επίμονο βλέμμα της επιβάτισσας, μιας συνηθισμένης Αμερικάνας, τη στιγμή που απο το γαλάζιο, οβάλ φινιστρίνι μπήκε η ακτή του νησιού, τα χρυσαφένια κρόσια της ακρογιαλιάς, οι λόφοι που σκαρφάλωναν ως το έρημο οροπέδιο.


Ένα έρημο ξερονήσι, εκτός και αν εκείνη η μολυβένια κηλίδα στη βόρεια ακτή ήταν κανένα σπίτι ή κάποιος πρωτόγονος οικισμός. Προσπάθησε ν' ανοίξει την κονσέρβα με το χυμό κι όταν ξανακοίταξε, το νησί είχε σβηστεί απ' το φινιστρίνι· έμενε μόνο η θάλασσα, ένας πράσινος, αχανής ορίζοντας. Κοίταξε το ρολόι του χωρίς να ξέρει γιατί· ήταν ακριβώς μεσημέρι.







Τη μέρα εκείνη, τα δίχτυα διαγράφοντας με κάθε λεπτομέρεια πάνω στην άμμο κι ο Μαρίνι θα 'παιρνε όρκο ότι η μαύρη κουκίδα αριστερά στην ακρογιαλιά ήταν κάποιος ψαράς που θα πρέπει να κοιτούσε το αεροπλάνο. "Καλημέρα", συλλογίστηκε χωρίς λόγο.

Δεν μπορούσε να περιμένει άλλo· ο Μάριος Μερόλης θα του δάνειζε τα χρήματα που του υπολείπονταν για το ταξίδι και μέσα σε τρεις μέρες το πολύ θα ΄ταν στην Ξίρο. Με τα χείλια κολλημένα στο φινιστρίνι, χαμογέλασε καθώς σκεφτόταν πως θα σκαρφαλώσει ως την πράσινη κηλίδα, ότι θα βουτήξει γυμνός στη θάλασσα, στους βορινούς όρμους, θα πιάνει χταπόδια με τους ντόπιους, προσπαθώντας να συνεννοηθεί με γέλια και χειρονομίες. Μια και το είχε αποφασίσει τίποτα δεν ήταν δύσκολο: ένα νυχτερινό τρένο, ένα πρώτο πλοίο, ένα δεύτερο πλοίο, παλιό και βρώμικο, σκάλα στη Ρύνο, το ατέλειωτο παζάρι με τον καπετάνιο του καϊκιού, η νύχτα στη γέφυρα, η γεύση του ούζου και του αρνιού, το ξημέρωμα ανάμεσα στα νησιά. Αποβιβάστηκε χαράματα κι ο καπετάνιος τον παρουσίασε σ' έναν ηλικιωμένο που θα πρέπει να 'ταν ο γεροντότερος. Ο Κλάιος τον έπιασε απο τ' αριστερό χέρι και του μίλησε αργά αργά, κοιτώντας τον στα μάτια· δυο νεαροί τον ακολουθούσαν και κατάλαβε πως ήταν γιοί του. Ο καπετάνιος του καϊκιού εξάντλησε τα λίγα αγγλικά του: είκοσι κάτοικοι, χταπόδια, ψάρεμα, πέντε σπίτα, Ιταλός τουρίστας πληρώσει νοίκι Κλάιο.

...ήξερε πως ποτέ του πια δεν πρόκειται ν' αφήσει το νησί και πως με κάποιον τρόπο θα 'μενε στο νησί για πάντα. Έφτασε να φαντάζεται τον αδελφό του, τη Φελίζα, την έκφρασή τους καθώς θα μάθαιναν πως θα 'μενε εκεί να ζήσει σ' ένα ξεμοναχιασμένο ξερονήσι. Και τους είχε κιόλας ξεχάσει καθώς γύριζε για να βγει στην ακρογιαλιά.

Ξάπλωσε ανάσκελα πάνω στις ζεστές πέτρες, συνήθισε τις πυρωμένες κόψεις τους και κοίταξε κατακόρυφα τον ουρανό. απο μακριά ακούστηκε το βουητό ενός κινητήρα.
Κλείνοντας τα μάτια, είπε μέσα του πως δεν θα κοιτάξει το αεροπλάνο, πως δε θ' αφήσει να μολυνθεί απ' το χειρότερο μέρος του εαυτού του που θα περνούσε πάλι πάνω απ' το νησί. Μα μέσα απο τα μισοσκότεινα βλέφαρά του, φαντάστηκε τη Φελίζα να προσφέρει εκείνη ακριβώς τη στιγμή τους δίσκους, και τον αντικαταστάτη του , ο Τζόρτζιο ίσως ή κάποιος καινούργιος απο άλλη γραμμή, να φέρνει χαμογελώντας κι αυτός μποτίλιες το κρασί ή τους καφέδες. Νιώθωντας ανίκανος να παλέψει μ' όλο αυτό το παρελθόν, άνοιξε τα μάτια του κι ανασηκώθηκε, και την ίδια στιγμή είδε το δεξιό φτερό του αεροπλάνου πάνω σχεδόν απ' το κεφάλι του, να γέρνει ανεξήγητα, οι τουρμπίνες άλλαξαν ήχο κι έπεσε σχεδόν κάθετα στη θάλασσα.



Κατέβηκε τρέχοντας σαν τρελός το λόφο, σκοντάφτοντας στα βράχια κι ανάμεσα στ' αγκάθια που τον έγδερναν. Το νησί του έκρυβε το σημείο της πτώσης, μα έστριψε πριν φτάσει στην ακτή και κόβοντας δρόμο πέρασε την πρώτη κορυφή του λόφου και βγήκε στη μικρή αμμουδιά. Η ουρά του αεροπλάνου είχε βυθιστεί καμιά εκατοστή μέτρα πιο εκεί, μέσα στην απόλυτη σιωπή. Ο Μαρίνι πήρε φόρα και ρίχτηκε στο νερό με την ελπίδα πως το αεροπλάνο θα ξανάβγαινε στην επιφάνεια μα δε φαινόταν παρά μόνο το κύμα που κυλούσε απαλά, ένα χαρτοκιβώτιο που στριφογύριζε παράλογα πάνω ακριβώς στο σημείο της πτώσης και , την τελευταία στιγμή, όταν πια δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσει κολυμπώντας, ένα χέρι που βγήκε απο το νερό για μια στιγμή έδωσε στον Μαρίνι αφορμή ν' αλλάξει κατεύθυνση· βούτηξε, άρπαξε απο τα μαλλιά τον άνθρωπο που πάλευε να γαντζωθεί επάνω του και ρουφούσε μ' έναν ήχο βραχνό τον αέρα που άφηνε ο Μαρίνι ν' αναπνεύσει κρατώντας τον σε απόσταση. Τον έσυρε αργά αργά ως την ακτή, σήκωσε στα χέρια το ασπροντυμένο σώμα και το ξάπλωσε πάνω στην άμμο, κοιτώντας το πρόσωπό του, γεμάτο αφρό, που το' χε κιόλας κυριεύσει ο θάνατος, αιμορραγώντας απο μια τεράστια πληγή στο λαρύγγι. Δεν είχε νόημα η τεχνητή αναπνοή, γιατί σε κάθε σύσπαση η πληγή άνοιγε όλο και περισσότερο κι ήταν σαν ένα στόμα φριχτό που φώναζε στον Μαρίνι και που κατέστρεφε τη μικρή του ευτυχία, που τόσο λίγο κράτησε σε τούτο το νησί, και του ψιθύριζε μέσα σ'ένα ποτάμι απο αίμα, κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει. Τα παιδιά του Κλάιου έφτασαν τρέχοντας και παραπίσω οι γυναίκες. Όταν έφτασε ο Κλάιος, οι νεαροί τριγύρισαν το σώμα που ήταν ξαπλωμένο στην άμμο, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν που βρήκε τη δύναμη να κολυμπήσει ως την ακτή και να συρθεί μέσα στο αίμα μέχρι εκεί. "Κλείσ' του τα μάτια", είπε κλαίγοντας μια γυναίκα. Ο Κλάιος κοίταξε τη θάλασσα, ψάχνοντας με το βλέμμα μήπως και σώθηκε κανείς. Αλλά όπως πάντα ήταν μονάχοι τους στο νησί, κι αυτό το πτώμα με τα ορθάνοιχτα μάτια ήταν ο μοναδικός νεοφερμένος ανάμεσα σ' εκείνους και τη θάλασσα.




Αποσπάσματα απο το διήγημα "το νησί του μεσημεριού" του Julio Cortázar
Φωτογραφίες του Masao Yamamoto
Μετάφραση Δημήτρης Καλοκύρης

Ακούγεται ο Dave Berry στο Crying game