Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Του κάτω κόσμου οι φυλακές





ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΓΑΜΟΥ
Τοῖσι δὲ τερπομένοισι μέλας ἐπὶ ἕσπερος ἦλθε·
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Σ 306
Στην πλώρη στεκόταν ο γέρος βαρκάρης αμίλητος.
Με το κοράκι στον ώμο.
Και πίσω, σοβαρός μέσα στο μαύρο κοστούμι του κι ατσαλάκωτος
αρμένιζε ο γαμπρός.
Κι ανάμεσά τους η νύφη, πανέμορφη μέσα στα κάτασπρα.
Κρατώντας τα λουλούδια στα χέρια, βιολέτες και υάκινθους.

Κι ένα φως κάπου στο βάθος.
Όχι απο φεγγάρι, ούτε απο φάρο, ένα ανεξήγητο φως.
Που σαν να τους τραβούσε κοντά του και σαν να τους μάγευε.

Γιατί δεν ήταν ούτε κουπί, ούτε τιμόνι που οδηγούσε τη βάρκα.
Παρά μόνη της, απο αράγιστο αεράκι σμπρωγμένη
κι απο κύμα ανεπαίσθητο, σαν μαγεμένη προχωρούσε
προς το άγνωστο.

Προς την κατασκότεινη τρύπα στο βάθος, που στο έμπα της
σελάγιζε εκείνο το παράξενο, το υποχθόνιο φως.

Που σαν να ήταν ο σκοπός της ζωής τους
τους τραβούσε μέσα απ' το ανυποψίαστο όνειρο και τους 
πλάνευε.

Θανάσης Κ. Κωσταβάρας
Κήποι στον Παράδεισο



The Gibber

At the wood's mouth,
By the cave's door,
I listened to something
I had heard before.

Dogs of the groin
Barked and howled,
The sun was against me,
The moon would not have me.

The weeds whined,
The snakes cried,
The cows and briars
Said to me: Die.

What a small song. What slow clouds. What dark water.
Hath the raine a father? All the caves are ice. Only the snow's
here.
I'm cold. I'm cold all over. Rub me in father and mother.
Fear was my father, Father Fear.
His look drained the stones.

What gliding shape
Beckoning through halls,
Stood poised on the stair,
Fell dreamily down?

From the mouths of jugs
Perched on many shelves,
I saw substance flowing
That cold morning.
Like a slither of eels
That watery cheek
As my own tongue kissed
My lips awake.

Is this the storm's heart? The ground is unsmiling itself.
My veins are running nowhere. Do the bones cast out their
fire?
Is the seed leaving the old bed? These buds are live as birds.
Where, where are the tears of the world?
Let the kisses resound, flat like a butcher's palm;
Let the gestures freeze; our doom is already decided.
All the windows are burning! What's left of my life?
I want the old rage, the lash of primordial milk!
Goodbye, goodbye, old stones, the time-order is going,
I have married my hands to perpetual agitation,
I run, I run to the whistle of money.

Money money money
Water water water

How cool the grass is.
Has the bird left?
The stalk still sways.
Has the worm a shadow?
What do the clouds say?

These sweeps of light undo me.
Look, look, the ditch is running white!
I've more veins than a tree!
Kiss me, ashes, I'm falling through a dark swirl. 

Theodore Roethke
The lost son