Ένα γέλιο γυναικείο ακούγεται μακριά. Μια κυρία γελάει κάπου, μακριά μας, κι ο άνεμος φέρνει τον ήχο του γέλιου της μέχρις εδώ. Μέχρις εδώ, σ' αυτό το έρμο περιγιάλι, κάτω απ' το μολυβή ουρανό, κοντά στ' αφρισμένα κύματα, όπου, στη στάση "τρεις φιλόσοφοι στ' ακροθαλάσσι", ζούμε μέσα σε μια καταθλιπτική μοναξιά. Στα γυμνά πόδια μας φυτρώνουν, λίγο λίγο, φτερά. Ίσως εμείς να 'μαστε αυτός ο θεός Ερμής, τον καιρό της νιότης του.
Αυτή η φοβερή μοναξιά μας! Αυτή η τραγική μοναξιά μας! Γιατί, δεν χωρεί καμιάν αμφιβολία, είμαστε μόνοι, μόνοι, πάντα μόνοι, αιώνια, βασανιστικά, μόνοι. Όλοι. Όλοι. Εμείς, εσείς, όλοι. Όμως εγώ είμαι ο μόνος, πάλι, που δεν την δέχεται την αισχρή τούτη καταδίκη, και διαμαρτύρουμαι, και χτυπιέμαι, και το φωνάζω. Μόνον εγώ. Και μια λεπτομέρεια: η κυρία δεν γελούσε. Έκλαιγε. Μας είχε γελάσει ο άνεμος. Ο άνεμος παρεμόρφωσε τον ήχο. Στο μολυβή ουρανό πετούν πουλιά. Μια βάρκα παλεύει πάνω στ' αφρισμένα κύματα. Είναι μακριά, αλλ' ολοένα πλησιάζει.
Νίκος Εγγονόπουλος