Στον Έκτορα Κακναβάτο
Απο πολύ ψηλά θα κατεβώ στο χάος της αγκαλιάς σου. Στην παλάμη μου μια πόλη που βυθίζεται σε γιούλια. Χρόνια περάσαν απο τότε που η συνάντηση του δρόμου μοίρασε τη ματιά μας σε δυό άσπρους κρίνους. Το πλατύφυλλο καθώς έπεσε χάμου γκρεμίστηκαν τα πάντα. Μα τί ωραία χαλάσματα με ορχήστρες σκελετών στα οκνά παράθυρα. Τρία σαράβαλα ανθογυάλια χάσκουν στο κενό.
Τί θα μας φέρεις απο το άπειρο της φλέβας σου. Δε θέλουμε τίποτε μας φτάνουν το αειθαλές σου βλέμμα και το λάβαρο της γύμνιας σου. Εδώ είμαστε με τα σήμαντρα του ύφους κομπορρημονούντα στους ανέμους αλαφριοί και στίλβουμε σα χαλίκια. Το λιμάνι δεν το θυμόμαστε πια, το βίντσι έγινε ράμφος αρπαχτικού ορνέου. Μακάριος ο ερχομός σου με σκονισμένα ρούχα απ' τη Σαχάρα και το Νείλο.
Εσύ ανάστημα της πιο κρυφής φωνής κατά πού με ταξιδεύεις κατά πού με πίνεις τριανταφυλλιές περίλυπες που αφουγκράζονται τα εμβατήρια της δροσιάς;
Σωστά πολύ σωστά τα λύτρα τώρα πάρε πίσω τη φτερούγα σου πάρε πίσω το γέλιο σου εμένα δε μου φτάνουν.
Δ. Π Παπαδίτσας
Ποίηση 1