Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Επειδή ο κόσμος είναι ακατανόητος, περιμένω να μου εξηγήσουν...


Όσο περισσότερο προχωρώ, τόσο περισσότερο βλέπω να ελαττώνονται οι πιθανότητες μου να σέρνομαι απο τη μια μέρα στην άλλη. Για να πω την αλήθεια, αυτό συνέβαινε πάντα: δεν έζησα μες το πιθανό, αλλά μέσα στο αλλόκοτο. Η μνήμη μου σωριάζει βυθισμένους ορίζοντες.

Καθώς ποτέ δεν συνέπεσα παρά με το ενδιάμεσο που με χωρίζει απο τα όντα και τα πράγματα, με το κενό που ανοίγεται μέσα σε καθεμιά απο τις αισθήσεις μου. Τότε πώς να μην εκπλήσσομαι βλέποντας με να εγκρίνω οτιδήποτε, να αναλαμβάνω την ευθύνη των λόγων μου, να συμφιλιώνομαι με τους δισταγμούς μου, ακόμη και με τις πεποιθήσεις μου;
Τόση αφέλεια με θλίβει και με καθησυχάζει.

E.M. Ciorian
Ο κακός δημιουργός

Απο το πρόγραμμα της παράστασης "καρέκλες" του Ε. Ιονέσκο
Σκηνοθεσία Αλεξάνδρα Θεολόγου
Μετάφραση Πέτρος Μαλαμίδης
Παίζουν: Κώστας - Conie Ισαακίδης, Άννα Γριβάκου, Γιώργος Κουτρότσιος

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Η μεγάλη νύχτα


Σε θαύμαζα συχνά, στεκόμουν στο χτες αρχινισμένο παραθύρι,
στεκόμουν και σε θαύμαζα. Ακόμη μου ήταν η καινούργια
πολιτεία σαν απαγορευμένη και το αμετάπειστο τοπίο
σκοτείνιαζε μακρυά, ως να μην υπήρχα. Δε μπαίνανε στον
κόπο
τα πιο κοντινά πράγματα, κατανοητά να μου είναι. Στα
φανάρια
πάνωθε ορμούσε το σοκάκι: είδα πως ήταν ξένο.
Αντίκρυ μια κάμαρα, συμπαθητική, καθαρισμένη στη λάμπα-
κιόλας έπαιρνα μέρος· το νιώσανε, τα μαγαζιά κλείσαν.
Στεκόμουν. Κ' ύστερα έκλαψε ένα παιδί. Ήξερα, οι μητέρες,
γύρω στα σπίτια, τι μπορούσαν-, κ' ήξερα συνάμα
κάθε κλάμματος την απαρηγόρητη αφορμή. Ή τραγούδησε
μια φωνή κ' ένα κομμάτι μακρυά απλώθηκε,έξω
απο την προσμονήν, ή έβηχε, μες σε πολλές μουρμούρες,
ένας γέρος, σαν να 'χε δίκιο το κορμί του να τα βάζει
με τον πιο γλυκό κόσμο. Ύστερα χτύπησε μια ώρα-,
αλλ΄ άργησα να τη μετρήσω και μ' άφησε πίσω-.
Σαν παιδί, σαν ξένος, όταν τον δέχονται, επιτέλους,
μα δεν αρχίζει τον χορό και δε γνωρίζει κανένα
απο τα παιγνίδια, οπυ οι άλλοι επιδέξια τόσο
παίζουνε μεταξύ τους, στέκει εκεί και κοιτάζει πέρα,
αλλά πού; - στεκόμουν και, ξάφνου, πως μαζί μου
ασχολείσαι, πως έπαιζες, εννόησα, ω μεγάλη
νύχτα, και σε θαύμασα. Όπου πύργοι
οργίζονταν, όπου απομακρυσμένου πεπρωμένου
μια πολιτεία με τριγύριζε, και δεν απλώνονταν κοντά μου
βουνά, που πολύ μάντευα, κι όπου, σε κοντινήν έκτασην,
άγνοια
πεινασμένη περικύκλωνε το τυχαίο τρεμούλιασμα
των αισθήσεών μου - : εκεί, ω ύψος, δεν ήταν
καμιά ντροπή για σένα τ' ότι με γνώριζες. Περνούσεν
η πνοή σου απο πάνω μου. Το χαμόγελό σου, το μοιρασμένο
με πολλή σοβαρότητα, μέσα μου εισχωρούσε.


Rainer Maria Rilke
"Ποίηματα"
Μτφρ. Αρης Δικταίος

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Bela Lugosi's dead



Nouvelle Vague - Bela Lugosi's dead
(original version Bauhaus)

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Ο Masao Yamamoto στο νησί του μεσημεριού

Την πρώτη φορά που είδε το νησί ο Μαρίνι ήταν σκυμμένος ευγενικά πάνω απο ένα κάθισμα στην αριστερή μεριά, κατεβάζοντας το πλαστικό τραπεζάκι για ν' ακουμπήσει τον δίσκο με το πρωινό. Η επιβάτισσα τον είχε κιόλας κοιτάξει κάμποσες φορές καθώς πηγαινοερχόταν να φέρει περιοδικά ή ποτήρια με ουίσκι. Ο Μαρίνι καθυστέρησε στερεώνοντας το τραπεζάκι κι αναρωτιόταν βαριεστημένος αν άξιζε τον κόπο να ανταποκριθεί στο επίμονο βλέμμα της επιβάτισσας, μιας συνηθισμένης Αμερικάνας, τη στιγμή που απο το γαλάζιο, οβάλ φινιστρίνι μπήκε η ακτή του νησιού, τα χρυσαφένια κρόσια της ακρογιαλιάς, οι λόφοι που σκαρφάλωναν ως το έρημο οροπέδιο.


Ένα έρημο ξερονήσι, εκτός και αν εκείνη η μολυβένια κηλίδα στη βόρεια ακτή ήταν κανένα σπίτι ή κάποιος πρωτόγονος οικισμός. Προσπάθησε ν' ανοίξει την κονσέρβα με το χυμό κι όταν ξανακοίταξε, το νησί είχε σβηστεί απ' το φινιστρίνι· έμενε μόνο η θάλασσα, ένας πράσινος, αχανής ορίζοντας. Κοίταξε το ρολόι του χωρίς να ξέρει γιατί· ήταν ακριβώς μεσημέρι.







Τη μέρα εκείνη, τα δίχτυα διαγράφοντας με κάθε λεπτομέρεια πάνω στην άμμο κι ο Μαρίνι θα 'παιρνε όρκο ότι η μαύρη κουκίδα αριστερά στην ακρογιαλιά ήταν κάποιος ψαράς που θα πρέπει να κοιτούσε το αεροπλάνο. "Καλημέρα", συλλογίστηκε χωρίς λόγο.

Δεν μπορούσε να περιμένει άλλo· ο Μάριος Μερόλης θα του δάνειζε τα χρήματα που του υπολείπονταν για το ταξίδι και μέσα σε τρεις μέρες το πολύ θα ΄ταν στην Ξίρο. Με τα χείλια κολλημένα στο φινιστρίνι, χαμογέλασε καθώς σκεφτόταν πως θα σκαρφαλώσει ως την πράσινη κηλίδα, ότι θα βουτήξει γυμνός στη θάλασσα, στους βορινούς όρμους, θα πιάνει χταπόδια με τους ντόπιους, προσπαθώντας να συνεννοηθεί με γέλια και χειρονομίες. Μια και το είχε αποφασίσει τίποτα δεν ήταν δύσκολο: ένα νυχτερινό τρένο, ένα πρώτο πλοίο, ένα δεύτερο πλοίο, παλιό και βρώμικο, σκάλα στη Ρύνο, το ατέλειωτο παζάρι με τον καπετάνιο του καϊκιού, η νύχτα στη γέφυρα, η γεύση του ούζου και του αρνιού, το ξημέρωμα ανάμεσα στα νησιά. Αποβιβάστηκε χαράματα κι ο καπετάνιος τον παρουσίασε σ' έναν ηλικιωμένο που θα πρέπει να 'ταν ο γεροντότερος. Ο Κλάιος τον έπιασε απο τ' αριστερό χέρι και του μίλησε αργά αργά, κοιτώντας τον στα μάτια· δυο νεαροί τον ακολουθούσαν και κατάλαβε πως ήταν γιοί του. Ο καπετάνιος του καϊκιού εξάντλησε τα λίγα αγγλικά του: είκοσι κάτοικοι, χταπόδια, ψάρεμα, πέντε σπίτα, Ιταλός τουρίστας πληρώσει νοίκι Κλάιο.

...ήξερε πως ποτέ του πια δεν πρόκειται ν' αφήσει το νησί και πως με κάποιον τρόπο θα 'μενε στο νησί για πάντα. Έφτασε να φαντάζεται τον αδελφό του, τη Φελίζα, την έκφρασή τους καθώς θα μάθαιναν πως θα 'μενε εκεί να ζήσει σ' ένα ξεμοναχιασμένο ξερονήσι. Και τους είχε κιόλας ξεχάσει καθώς γύριζε για να βγει στην ακρογιαλιά.

Ξάπλωσε ανάσκελα πάνω στις ζεστές πέτρες, συνήθισε τις πυρωμένες κόψεις τους και κοίταξε κατακόρυφα τον ουρανό. απο μακριά ακούστηκε το βουητό ενός κινητήρα.
Κλείνοντας τα μάτια, είπε μέσα του πως δεν θα κοιτάξει το αεροπλάνο, πως δε θ' αφήσει να μολυνθεί απ' το χειρότερο μέρος του εαυτού του που θα περνούσε πάλι πάνω απ' το νησί. Μα μέσα απο τα μισοσκότεινα βλέφαρά του, φαντάστηκε τη Φελίζα να προσφέρει εκείνη ακριβώς τη στιγμή τους δίσκους, και τον αντικαταστάτη του , ο Τζόρτζιο ίσως ή κάποιος καινούργιος απο άλλη γραμμή, να φέρνει χαμογελώντας κι αυτός μποτίλιες το κρασί ή τους καφέδες. Νιώθωντας ανίκανος να παλέψει μ' όλο αυτό το παρελθόν, άνοιξε τα μάτια του κι ανασηκώθηκε, και την ίδια στιγμή είδε το δεξιό φτερό του αεροπλάνου πάνω σχεδόν απ' το κεφάλι του, να γέρνει ανεξήγητα, οι τουρμπίνες άλλαξαν ήχο κι έπεσε σχεδόν κάθετα στη θάλασσα.



Κατέβηκε τρέχοντας σαν τρελός το λόφο, σκοντάφτοντας στα βράχια κι ανάμεσα στ' αγκάθια που τον έγδερναν. Το νησί του έκρυβε το σημείο της πτώσης, μα έστριψε πριν φτάσει στην ακτή και κόβοντας δρόμο πέρασε την πρώτη κορυφή του λόφου και βγήκε στη μικρή αμμουδιά. Η ουρά του αεροπλάνου είχε βυθιστεί καμιά εκατοστή μέτρα πιο εκεί, μέσα στην απόλυτη σιωπή. Ο Μαρίνι πήρε φόρα και ρίχτηκε στο νερό με την ελπίδα πως το αεροπλάνο θα ξανάβγαινε στην επιφάνεια μα δε φαινόταν παρά μόνο το κύμα που κυλούσε απαλά, ένα χαρτοκιβώτιο που στριφογύριζε παράλογα πάνω ακριβώς στο σημείο της πτώσης και , την τελευταία στιγμή, όταν πια δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσει κολυμπώντας, ένα χέρι που βγήκε απο το νερό για μια στιγμή έδωσε στον Μαρίνι αφορμή ν' αλλάξει κατεύθυνση· βούτηξε, άρπαξε απο τα μαλλιά τον άνθρωπο που πάλευε να γαντζωθεί επάνω του και ρουφούσε μ' έναν ήχο βραχνό τον αέρα που άφηνε ο Μαρίνι ν' αναπνεύσει κρατώντας τον σε απόσταση. Τον έσυρε αργά αργά ως την ακτή, σήκωσε στα χέρια το ασπροντυμένο σώμα και το ξάπλωσε πάνω στην άμμο, κοιτώντας το πρόσωπό του, γεμάτο αφρό, που το' χε κιόλας κυριεύσει ο θάνατος, αιμορραγώντας απο μια τεράστια πληγή στο λαρύγγι. Δεν είχε νόημα η τεχνητή αναπνοή, γιατί σε κάθε σύσπαση η πληγή άνοιγε όλο και περισσότερο κι ήταν σαν ένα στόμα φριχτό που φώναζε στον Μαρίνι και που κατέστρεφε τη μικρή του ευτυχία, που τόσο λίγο κράτησε σε τούτο το νησί, και του ψιθύριζε μέσα σ'ένα ποτάμι απο αίμα, κάτι που δεν μπορούσε να καταλάβει. Τα παιδιά του Κλάιου έφτασαν τρέχοντας και παραπίσω οι γυναίκες. Όταν έφτασε ο Κλάιος, οι νεαροί τριγύρισαν το σώμα που ήταν ξαπλωμένο στην άμμο, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν που βρήκε τη δύναμη να κολυμπήσει ως την ακτή και να συρθεί μέσα στο αίμα μέχρι εκεί. "Κλείσ' του τα μάτια", είπε κλαίγοντας μια γυναίκα. Ο Κλάιος κοίταξε τη θάλασσα, ψάχνοντας με το βλέμμα μήπως και σώθηκε κανείς. Αλλά όπως πάντα ήταν μονάχοι τους στο νησί, κι αυτό το πτώμα με τα ορθάνοιχτα μάτια ήταν ο μοναδικός νεοφερμένος ανάμεσα σ' εκείνους και τη θάλασσα.




Αποσπάσματα απο το διήγημα "το νησί του μεσημεριού" του Julio Cortázar
Φωτογραφίες του Masao Yamamoto
Μετάφραση Δημήτρης Καλοκύρης

Ακούγεται ο Dave Berry στο Crying game

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Η αγνή κόρη του Ηράκλειτου και η Ευριδίκη


Η αγνή κόρη του Ηράκλειτου

Φλεγόμενη συκιά! Τριανταφυλλιά της Εφέσου!
η αγνή κόρη του Ηράκλειτου
μ' έναν κομήτη σε κάθε κόγχη του ματιού
υψώνεται: μνημείο απο αναμμένα κάρβουνα

Καταραμένο προσωπείο της καμίνου
τα στήθη σου - ήλιοι κατακόκκινοι - θρύβονται
τα αιχμάλωτα πουλιά σου στριφογυρίζουν
σφηκοφωλιά φωτιάς που τίποτε δεν την καταπραϋνει

Μυρμήγκια απο φωτιά μες στις προβιές σου
σκύλοι φωτιάς που γελάνε και δαγκώνουν
δυστυχία στις ομορφιές της Ιωνίας!

Άρπα απο στάχτη! Μαντολίνο
απο φωτιά! Μουσική για πάντα δική σου!
Το πάν μέσα σου είναι σκέψη και σε απανθρακώνει!

 


Ευριδίκη

Στην είσοδο του κάτω κόσμου
στην αποβάθρα της λήθης
έφυγες χωρίς να στραφείς πίσω
Δεν μπόρεσα να σου κόψω τα σιδερένια λουλούδια
απο τα κάγκελα που χώριζαν τις ζωές μας

Έμεινα ολομόναχος στο γερασμένο δρόμο μας
ένα άσπρο άλογο βγαίνοντας απο τα βάθη των αιώνων
οσμίστηκε το αλάτι απο τα δάκρυα
κι ήρθε να γλείψει το χέρι μου

Μια παλιά εφημερίδα που την έσερνε ο άνεμος
σταμάτησε και σκέπασε τα πόδια μου
για να τα προφυλάξει απο την παγερή μοναξιά


Yvan Goll
Ποιήματα (1920-1950)
Μτφρ. Ε. Χ. Γονατάς

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Το κτίσμα - der bau


Penny Davenport

Απόσπασμα απο "το κτίσμα"

Τον πόνο αυτού του λαβύρινθου πρέπει λοιπόν να τον αντέχω και σωματικά, κάθε φορά που βγαίνω περίπατο, και είναι για μένα δυσάρεστο και συγκινητικό μαζί, όταν καμιά φορά χάνω για μια στιγμή το δρόμο μου μέσα στο ίδιο μου το κατασκεύασμα και το έργο φαίνεται πως κάνει πάντα προσπάθειες να αποδείξει σε μένα, που η κρίση μου είναι γι' αυτό απο καιρό διαμορφωμένη, το δικαίωμα της ύπαρξής του. Είμαι κάτω απο το σκέπασμα των μούσκλων, που μερικές φορές - καθώς περνάει πολύς καιρός να το κουνήσω απο το σπίτι - πιάνει ρίζες στο χώμα του δάσους, και τότε χρειάζεται μόνο ένα τίναγμα του κεφαλιού και βρίσκομαι έξω. Αυτή την μικρή κίνηση δεν τολμάω να την κάνω για πολύν καιρό, κι αν δεν είχα να υπερνικήσω πάλι τον λαβύρινθο της εισόδου, σίγουρα θα το παράβλεπα και θα ξαναγύριζα. Πώς; Το σπίτι σου είναι προφυλαγμένο, τελειωμένο. Ζεις σε ειρήνη, ζεστά, τρέφεσαι καλά, κύριε, μοναδικέ άρχοντα πλήθους διαδρόμων και πλατειών, και όλα αυτά δεν θέλεις προφανώς να τα θυσιάσεις, αλλά κατά κάποιον τρόπο να τα εγκαταλείψεις, έχεις φυσικά τη βεβαιότητα να τα ξανακερδίσεις, δέχεσαι όμως να παίξεις ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο παιχνίδι; Όχι, για κάτι τέτοιο δεν μπορούν να υπάρχουν λογικές αιτίες. Και όμως, σηκώνω τότε προσεχτικά την καταπακτή και βγαίνω έξω, την αφήνω πάλι προσεχτικά να σφαλίσει και τρέχω, όσο πιο γρήγορα μπορώ, μακριά απο τον προδοτικό τόπο.

Franz Kafka
"Το Σινικό τείχος και άλλα διηγήματα"

Ακούστε το κομμάτι der bau απο τους Socos & The Live Project Band απο το cd "Kafka"

03. der bau.mp3

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

3 ποίηματα απο την κρύπτη


Μ' ένα μεγάλο ψαλίδι ανοίγει δρόμο ανάμεσα στα έπιπλα, θερίζοντας τα βαριά κλαδιά που φυτρώνουν παντού.  Είναι ανθισμένα, αλλά δίχως πουλιά (έχουνε συναχτεί όλα μέσα στην καμινάδα που δε δουλεύει απο τον περασμένο χειμώνα). "Όμως τα κορμιά τους αναδίνουν τόση ζέστα, που δε χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει γάντια ούτε γκέττες ούτε εκείνες τις μάλλινες κάλτσες που βελάζουν κάθε φορά που προσπαθεί να τις περάσει μέσα στις στενές μπόττες του.


Μέσα στ' ανοιχτά λιονταρίσια στόματα των μπρούτζινων πόμολων του κρεββατιού είχε φυτέψει γαρύφαλλα για ν' ακούει στον ύπνο της το βουητό της μέλισσας που θα πετάει διψασμένη.


Οι καλόγριες, μόλις βγει το φεγγάρι πίσω απ' τα βράχια, πηδούν απ' τα κρεββάτια, λύνουν τα μαλλιά τους, ξεκουμπώνουν τους χιτώνες τους και υπνοβάτιδες, μ' ένα πλεχτό πανέρι στο μπράτσο, κατεβαίνουν στους κήπους.  Γλιστρώντας σιωπηλές ανάμεσα στα δέντρα, ακολουθούν τον ίδιο πάντα δρόμο πάνω σε ράχες και σε κεφάλια περιστεριών.

Ε. Χ Γονατάς

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Οι νεκροί χορεύουν

(Αποσπάσματα απο τους στίχους των τραγουδιών black sun και tell me about the forest των Dead Can Dance)

Μαύρος Ήλιος

Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων-Ιερόνυμος Μπος

Δολοφόνε!
Άνθρωπε της φωτιάς!

Δολοφόνε!
Είδα τα μάτια των ζωντανών νεκρών.
Το παιχνίδι  της επιβίωσης είναι το ίδιο
Η μάζα των ανθρώπων παίζει το παιχνίδι της αναμονής
Βαλσαμωμένοι, παράλυτοι, πεθαίνωντας απ' το φόβο του πόνου.
Κάθε έννοια ελευθερίας έχει πια χαθεί.
Ηλιος μαύρος σ' ένα λευκό κόσμο



Μίλα μου για το δάσος (που κάποτε ονόμαζες σπίτι)

"Hands of the world" - Touhami Ennadre*

Ο τρόπος ζωής μας είναι δεμένος
στην ανέμη της τύχης
Πιστεύω στις απόψεις ενός παλιότερου νόμου
όταν συνηθίζαμε να χορεύουμς στον ρυθμό διαφορετικών τυμπάνων
και αλλάζουμε τον τρόπο ζωής μας
Ναι, παίρνουμε διαφορετικούς δρόμους
Πες μου περισσότερα για το δάσος
που κάποτε ονόμαζες σπίτι
γιατί ο άνεμος τελευταία κλαίει
μέσα απο τα θροΐσματα των φύλλων

Dead Can Dance - Tell me about the forest (you once called home)






* Για τη δουλειά του Touhami Ennadre θα ακολουθήσει ξεχωριστό post.

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Η ζητιάνα της Νάπολης

JINDRICH ŠTYRSKY "On the needles of these days" 1934

Όταν ζούσα στην Νάπολη, στην πόρτα του παλάτσου μου υπήρχε μια ζητιάνα που της έριχνα χρήματα προτού ανεβώ στην άμαξα. Κάποια μέρα, παραξενεμένος που δεν μου έλεγε "ευχαριστώ", κοίταξα τη ζητιάνα· τότε είδα ότι αυτό που περνούσα για ζητιάνα δεν ήταν παρά ένα ξύλινο κασόνι βαμμένο πράσινο, που είχε μέσα κοκκινόχωμα και κάτι μισοσαπισμένες μπανάνες.

 Max Jacob
"το κουτί με τα ζάρια" (1917)

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

All mine



All the stars may shine bright
All the clouds may be white
But when you smile
Ohh how I feel so good
That I can hardly wait

To hold you
Enfold you
Never enough
Render your heart to me

All mine.......
You have to be

From that cloud, number nine
Danger starts the sharp incline
And such sad regrets
Ohh as those starry skies
As they swiftly fall

Make no mistake
You shan't escape
Tethered and tied
There's nowhere to hide from me

All mine....
You have to be

Don't resist
We shall exist
Until the day I die
Until the day I die

All mine.......
You have to be 

Portishead

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Αφήγηση


Στον Έκτορα Κακναβάτο

Απόσπασμα

Απο πολύ ψηλά θα κατεβώ στο χάος της αγκαλιάς σου.  Στην παλάμη μου μια πόλη που βυθίζεται σε γιούλια.  Χρόνια περάσαν απο τότε που η συνάντηση του δρόμου μοίρασε τη ματιά μας σε δυό άσπρους κρίνους. Το πλατύφυλλο καθώς έπεσε χάμου γκρεμίστηκαν τα πάντα.  Μα τί ωραία χαλάσματα με ορχήστρες σκελετών στα οκνά παράθυρα.  Τρία σαράβαλα ανθογυάλια χάσκουν στο κενό.

Τί θα μας φέρεις απο το άπειρο της φλέβας σου.  Δε θέλουμε τίποτε μας φτάνουν το αειθαλές σου βλέμμα και το λάβαρο της γύμνιας σου.  Εδώ είμαστε με τα σήμαντρα του ύφους κομπορρημονούντα στους ανέμους αλαφριοί και στίλβουμε σα χαλίκια.  Το λιμάνι δεν το θυμόμαστε πια, το βίντσι έγινε ράμφος αρπαχτικού ορνέου.  Μακάριος ο ερχομός σου με σκονισμένα ρούχα απ' τη Σαχάρα και το Νείλο.

Εσύ ανάστημα της πιο κρυφής φωνής κατά πού με ταξιδεύεις κατά πού με πίνεις τριανταφυλλιές περίλυπες που αφουγκράζονται τα εμβατήρια της δροσιάς;

Σωστά πολύ σωστά τα λύτρα τώρα πάρε πίσω τη φτερούγα σου πάρε πίσω το γέλιο σου εμένα δε μου φτάνουν.

Δ. Π Παπαδίτσας
Ποίηση 1

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

Ethan Murrow

Απο την σειρά Rural Myths  (Improbable Stories)

Catherine the Great may have demanded loyalty but only orchids received his love

Απο την σειρά Zero Sum Pilot (A flawed aerial experiment)  

Raw diet increasing audacity and night vision

Απο την σειρά Dust Mining (A community who believe dust is a valuable resource)  

Promise results and ignore debate

Απο την σειρά Narwhal Hoax Drawings

Banvard claimed the Arctic Re Projector
could locate whale movement within a
twenty mile radius

Barnum was constantly making ill-advised
improvements to the Arctic Re-Projector


Άλλα έργα του Ethan Murrow μπορείτε να δείτε εδώ

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Η μεγάλη απόδραση


«άκου» μου λέει,
«έχεις δει ποτέ καβούρια σε κουβά;»
«όχι» του λέω.
«λοιπόν, άκου τι γίνεται,
πού και πού κάνα καβούρι
ανεβαίνει πάνω στ' άλλα
κι αρχίζει να σκαρφαλώνει
προς το χείλος του κουβά,
και τότε,
πάνω που είναι έτοιμο ν' αποδράσει
ένα άλλο καβούρι το αρπάζει
και το τραβάει προς τα κάτω».
«έτσι ε; » λέω.
«έτσι» απαντάει
«έτσι ακριβώς είναι κι αυτή η δουλειά,
κανένας δεν θέλει να ξεφύγει
ο διπλανός του
από 'δώ πέρα,
έτσι είναι
τα πράγματα
στις ταχυδρομικές υπηρεσίες!»
«σε πιστεύω» τον βεβαιώνω.
εκείνη τη στιγμή, πλησιάζει
ο προϊστάμενος και λέει,
εσείς οι δύο μιλούσατε,
δεν επιτρέπεται
να μιλάτε στη διάρκεια
της δουλειάς.
εργαζόμουν εκεί
εντεκάμισι χρόνια.

σηκώθηκα απ' το σκαμνί μου
και του όρμησα σαν το καβούρι
που σκαρφαλώνει στο χείλος του κουβά·
έτσι, βγήκα
από 'κεί μέσα.

ήταν απίστευτα εύκολο.
ωστόσο, κανείς δεν με ακολούθησε.

κι ύστερα απ' αυτό,
όποτε έτρωγα
καβουροδαγκάνες
σκεφτόμουν εκείνο το μέρος.
πρέπει να το σκέφτηκα
πέντε-έξι φορές

πριν το ρίξω
στους αστακούς.



[...] μοιάζουν όλα με μια καλή παράσταση,

καθώς αναρωτιέμαι πάλι:

τι γυρεύω εγώ

 εδώ;


Henry Charles Bukowski

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

Παραμύθι


Ο βασιλιάς πρόσταξε (Σε καταδικάζω να πεθάνεις, αλλά να πεθάνεις ως Ξίος και όχι ως Εσύ) να οδηγηθεί ο Ξίος σε μια χώρα εντελώς διαφορετική. Το όνομά του αλλαγμένο, τα χαρακτηριστικά του παραμορφωμένα αριστοτεχνικά. Κι οι ντόπιοι να του φτιάχνουνε το παρελθόν, μια οικογένεια, χαρίσματα ολωσδιόλου διαφορετικά απο τα δικά του.
Έτσι κι αναθυμόταν κάτι απο την περασμένη του ζωή, τον αντικρούανε, τον έλεγαν τρελό, κτλ...
Του είχαν ετοιμάσει μια οικογένεια, γυναίκα και παιδιά, που λογιάζονταν δικά του.
Εν τέλει, όλα του ΄λεγαν πως ήταν αυτός που δεν ήταν.

Paul Valery, Histoires brisées (1950)

Σύντομες και παράξενες ιστορίες
Jorge Luis Borges - Adolfo Bioy Casares

Ηδονή - le plaisir (1952) Max Ophuls



Η ταινία είναι σπονδυλωτή και βασίζεται σε τρεις μικρές ιστορίες του Guy de Maupassant.

Πρώτη ιστορία - Η μάσκα

Νιάτα και Ηδονή

Ένας άνδρας που κρύβει την ηλικία του πίσω από μια μάσκα για να πηγαίνει σε χορούς και να φλερτάρει τις γυναίκες.

Δεύτερη ιστορία - Ο οίκος Τελιέ


Ηδονή κι Αγνότητα

Η Μαντάμ Τελιέ πηγαίνει με τα κορίτσια της στην εξοχή για το βάπτισμα της ανιψιάς της.
Πρόκειται για έναν οίκο ανοχής, όπου όλοι οι άνδρες της πόλης πηγαίνουν για να περάσουν καλά. Ένα Σάββατο βράδυ και χωρίς προειδοποίηση το μαγαζί κλείνει και οι άνδρες, που δεν έχουν τι να κάνουν , το ρίχνουν στον καυγά.

Τρίτη ιστορία- Το μοντέλο


Ηδονή και θάνατος

“Το Μοντέλο”, με την εκπληκτική Simone Simon ως το μοντέλο ενός καλλιτέχνη που κάνει σχέση μαζί του. Ο ζωγράφος είναι ένας τυπικός γυναικάς κι έχει αφήσει πολλά μοντέλα. Αυτή η περίπτωση όμως, είναι διαφορετική. Η κοπέλα πέφτει από το παράθυρο και μένει ανάπηρη, πράγμα που ωθεί τον ζωγράφο να την παντρευτεί. 


Όλα αυτά, μας λέει ο αφηγητής - Guy de Maupassant, "αποτελούν παλιές ιστορίες μοντέρνων καιρών" και ο Ophuls καθ’ ολοκληρία μας παρουσιάζει το τέχνασμα της δημιουργίας ενσωματώνοντας φυσικά κάδρα εντός ασυνήθιστων μπαρόκ σκηνικών. Η φόρμα και το περιεχόμενο βρίσκονται σε πλήρη αρμονία, με περίτεχνα πλάνα που μας μεταφέρουν την αστάθεια των συναισθημάτων και το πέρασμα του χρόνου, για να καταλήξουμε στο ότι τελικά η ευτυχία δεν είναι κάτι ευχάριστο.

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Scherzo di follia (game of madness)

Μετά την ομορφιά της, στέκει και παρατηρεί τους θαυμαστάς   
 ( Ανδρέας Εμπειρίκος)

The Countess de Castiglione
Photo by Pierre-Louis Pierson, 1863-1866

Η δόξα μιας ύστατης φλόγας

Αποθαυμάζοντας τη δόξα
μιας ύστατης φλόγας
Αναλογίζομαι πάντα
την τέφρα των εραστών
το οστεοφυλάκιο των εποχών

Τάκης Βαρβιτσιώτης


Scherzo di Follia ή αλλιώς game of madness είναι ο τίτλος  μίας από τις 400 περίπου φωτογραφίες – πορτραίτα της Virginia Oldini Verasis(Countess de Castiglione) που τράβηξε ο φωτογράφος Pierre-Louis Pierson σ’ ένα διάστημα 40 χρόνων από το 1856 ως το 1895 και χαρακτηρίζεται ένα από τα διασημότερα πορτραίτα στην ιστορία της φωτογραφίας. Ο τίτλος Scherzo di Follia αναφέρεται σε μία σκηνή της όπερας του Verdi - Un Ballo in Maschera. Η σχέση της κόμησας με τον Pierson ήταν μοναδική για την εποχή της και για τις συμβάσεις της φωτογραφίας. Επιπλέον ήταν η μακροβιότερη συνεργασία στο είδος της στην ιστορία της φωτογράφησης πορτραίτων.

Άκου Ludwig van Beethoven-Moonlight Sonata

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Ουλαλούμ...



Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.

Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .

Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:

. . . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μ π ά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.

Τόσο πολύ μ' αγάπησες Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .

Γιάννης Σκαρίμπας
Ουλαλούμ


Κι έφυγα. Τράβηξα πολύ βιαστικός στη δουλειά μου.
Όπου βλέπω κειδά το γιατρό Εξαδάχτυλο, νάρχεται μ' ένα βιβλίο "υπο μάλης"¨. Στ' αντίκρυσμά του, κλονίστηκα κι έκαμα μεταβολή ν' αποφύγω. Μα αυτός με κατάφτασε. Και λοιπόν; τον ρωτώ.
-Να μόλις διάβηκα - τον ακώ - κάτω απο τα κλειστά παράθυρά της, κάτω απ' τη μεταξωτή θύμησή της. Η ανάμνησή της μου αχτινοβόλησ' εκεί, λοξές λάμψεις και όπιο, μου μύρισε εσώρρουχα φρεσκοσιδερωμένα και λήθη. (Κι ήταν αυτό - λέει...φοβερό...)
-Φοβερό!...λέω...ποιό; αυτά τα ασπρόρρουχα πούπατε, ή η φρεσκοσιδερωμένη της λήθη;
-Και αυτά-λέει-κι ας μας τάπες ανάποδα, αλλά προπάντων που πέθανε. Το δυστύχημα είναι (πρόστεσε τώρα σα νάσκαζε) το δυστύχημα είναι ότι τόκαμε ανέλπιστα. Πέθανε πριν να με καλογνωρίσει ποιός είμαι.
-Πώς την έλεγαν;
-Μηδά ξέρω; το ξέχασα! ξεχνώ ως και των ματιών της το χρώμα. Τώρ' αν την έβλεπα "Ουλαλούμ" θα την φώναζα...

Γιάννης Σκαρίμπας
Απ' το "σόλο του φίγκαρο"

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Josef Koudelka "Εξορίες: Τα δειλινά του κόσμου"

Αιχμαλωτίζοντας την ομορφιά και την αξιοπρέπεια των ανθρώπων και των τοπίων



View full screen

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Να πούμε...

Τρατάρηδες εσύρανε έξω στ' ακρογιάλι το τεράστιο κτήνος της θάλασσας. Σφάδαζε πάνω στην αμμουδιά, με τα λευκά μαλακά της κοιλιάς του στραμμένα προς τον ήλιο. Όλος ο αγέρας πλημμύρισε με μια μυρωδιά σα βουρκάρι, που όλο κι' εδυνάμωνε καθώς το ζώο ετίναζε απεγνωσμένα τα πλατειά του γλοιώδη πόδια. Κόσμος μαζώχτηκε τριγύρω να σπουδάση την απαίσια μορφή του τέρατος, να παρακολουθήση την αργή αγωνία του. Θέλησα να πλησιάσω να το δω κι εγώ, αλλά είτανε αδύνατο με το τόσο πλήθος που είχε συναχτή. Μια κυρία ντυμένη με μόνο το καπέλλο της, φορτωμένο μ' αινιγματώδη φτερά, μου εψιθύρισε σε τόνο απαλής στοργής: " - Είναι τυφλό" 'Α, ώστε έτσι, είναι τυφλό! Αφού είναι τυφλο, τι 'ναι λοιπόν αυτά που μας έλεγε ο Seurat περί του κόκκινου φωτοστεφάνου γύρω απο τις πράσινες φυλωσιές, στις παρισινές λεωφόρους, σαν ανάψουν τα φανάρια; Τι 'ναι λοιπόν αυτός ο θόρυβος των παιδικών φωνών που δεν μας αφίνει το τραμ να τις διακρίνουμε καθαρά; Τι 'ναι αυτά τα κόκκινα βελούδινα γάντια που φορέσατε στα χέρια σας; Μη βγάζετε τα παπούτσια σας, καλή, προσμένετε ναρθη η νύχτα. Κι' η νύχτα ήρθε. Το τέρας είχε λησμονηθή, οι τρατάρητες είχανε φύγει, το πλήθος είχε διαλυθή. Το φεγγάρι είτανε τσίγκινο και το μετέφεραν πάνω στο στερέωμα μ' ένα σπάγγο. Η αυλαία άρχισε να πέφτη σιγά σιγά.


Νίκος Εγγονόπουλος
Η επιστροφή των πουλιών

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Αρχιτεκτονικά πειράματα


Palmtree Island (Oasis) project


HAUS-RUCKER-CO founded 1967-1992
LAURIDS ORTNER Austrian, born 1941
MANFRED ORTNER Austrian, born 1943
GÜNTHER ZAMP KELP Austrian, born 1941
KLAUS PINTER Austrian, born 1940
Νew York, 1971


Προσοχή Χρώματα

Ο ουρανός ρούφηξε ήλιο ρούφηξε,
Κι έγινε βάλτος πράσινος.
Το κόκκινο λουλούδι που συνόδεψε
Έντρομα έντομα στον μάταιο θάνατό τους
Τώρα φοράει ένα μωβ επιμνημόσυνο
Κι απο το βήμα του αέρα συνιστά
Εκστατική σιγή.

Πότε λοιπόν το οινόπνευμα των άυλων αποχρώσεων
θα πάψει να μουσκεύει τα υλικά
Πότε το πνεύμα αναπαμένο μες στο μαύρο του
Θα αρχίσει να ονειρεύεται το βάθος
Χωρίς γκρεμούς εγκαρδιότητας
Χωρίς φτηνές ραδιουργίες ιριδισμών;

Αντώνης Φωστιέρης

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Χορός


Lumière Brothers - The Serpentine Dance (1899) performed by Loie Fuller

ΧΟΡΟΣ

Γιατί ολόκληρη η ζωή μας να μην είναι ένας αδιάκοπος
χορός; Και πώς μπορούμε να ενεργούμε χωρίς μιαν ατέλειωτη
αρμονία ανάμεσα απ’ τις πράξεις μας και την διάρκειά τους;
Δεν είμαστε τάχα μι’ αλυσίδα των διαδοχικών μορφών μας,
που βγαίνουνε ή μια από την άλλη, και που ανταποκρίνονται
όπως εναντιώνονται;
Δεν νομίζετε πως κάθε τι που δεν μπορεί χορεύοντας να
γίνει, ανήκει στο πιο πρόστυχο είδος των πράξεών μας;
Αν όλ’ η ύπαρξη ήταν υποταγμένη στον εύστροφο κι
ευγενικό κανόνα των μπαλέτων;… Για φανταστείτε το αυτό.
Να τρώτε, να μιλάτε, να περπατάτε, ν’ ανασαίνετε με ρυθμό.
Μόλις η μουσική λίγο μας συνεπαίρνει, υπακούουμε σ’
έναν άλλο κόσμο.
Δώστε μου το χέρι σας. Ας μπούμε μέσα στο ναό των
πράξεών μας. Ας μπούμε ρυθμικά μες στην ενέργεια, κι ας
ζήσουμε αυτή τη νύχτα σα θεοί.
Είναι αργά είπατε; Πραγματικά, κι η νύχτα ξεγυμνώνεται
σιγά‐σιγά απ’ όλ’ αυτά τα σώματα που χόρευαν, που τά ’κοψε
η κούραση. Χάνονται σαν τ’ αστέρια.
Μα εμείς πρέπει να σπαταλήσουμε ακόμα αυτό το απομεινάρι
της αλκής σ’ αυτή την κίνηση που θα μας μεταφέρει
στην αυγή, αφού πατήσει πρώτα όλες τις ώρες του έρωτα...

Paul Valéry
Μτφρ. Μήτσος Παπανικολάου

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Σκιές ονείρου


ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΘΑΥΜΑ

Το απόσπασμα σχηματίστηκε και στάθηκε σε θέση προσοχής. Ο Χλαντίκ όρθιος μπρος στον τοίχο του στρατώνα περίμενε την ομοβροντία. Κάποιος παρατήρησε πως ο τοίχος θα λεκιαζόταν απο τα αίματα. Τον διατάξαν να πάει ένα δυο βήματα πιο μπρος. Ολ' αυτά θύμισαν στον Χλαντικ, χωρίς να το θέλει, προετοιμασίες φωτογράφησης. Μια μεγάλη σταγόνα βροχής έσταξε πάνω στα μηλίγγια του Χλάντικ και κύλησε στα μάγουλά του. Ο λοχίας φώναξε την τελειωτική διάταξη.

Το φυσικό σύμπαν ακινητοποιήθηκε.

Είχε παρακαλέσει τον Θεό να του χαρίσει ένα ολόκληρο χρόνο για να τελειώσει το έργο του κι ο Παντοδύναμος είχε ακούσει την παράκλησή του κι έκανε ένα μυστικό θαύμα για χάρη του.

Συμπλήρωσε το δράμα του. Δεν του έμεινε παρά το πρόβλημα μιας μονάχα φράσης, της τελευταίας. Το έλυσε. Η σταγόνα του νερού γλίστρησε πάνω στο μάγουλό του. Μια ξετρελαμένη κραυγή άνοιξε διάπλατα το στόμα του, τίναξε το κεφάλι του και γκρεμίστηκε κάτω απο την τετραπλή ομοβροντία.

Jorge Luis Borges
Απόσπασμα


ΠΡΑΓΜΑΤΑ

Το μπαστούνι, μια αρμαθιά κλειδιά, κάτι κέρματα,
η απαλή κλειδαριά, κάτι τελευταίες
σημειώσεις που δε θα ξαναδιαβαστούν
τις λίγες μέρες που μου απομένουν, η τράπουλα,
η σκακιέρα, ένα βιβλίο και κάπου στα φύλλα του
η ξεραμένη βιολέτα, ενθύμιο κάποιας βραδιάς
αξέχαστης ασφαλώς αλλά κιόλας ξεχασμένης,
στη δύση ο κόκκινος καθρέφτης πυρπολώντας
ένα δειλινό της φαντασίας. Τόσα και τόσα πράγματα,
ομπρέλες, πίπες, άτλαντες, φλιτζάνια, μπιχλιμπίδια
που δουλεύουν για χάρη μας σαν αμίλητοι σκλάβοι,
τυφλά, και απολύτως βουβά!

Θα επιζήσουν πέρ’ από τη λήθη μας·
δίχως να ξέρουν καν πως έχουμε υπάρξει.



Jorge Luis Borges
Το εγκώμιο της σκιάς και άλλα ποίηματα
Μετάφραση Δημήτρης Καλοκύρης




Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

αιώνια μουσική ανεξιχνίαστη


ήχοι, θραύσματα ήχων, μέσα στους ήχους ανεξιχνίαστα. γράμματα, θραύσματα λέξεων, μέσα στις λέξεις ανεξιχνίαστα. πρόσωπα, ίχνη προσώπων, πάνω στο πρόσωπο ανεξιχνίαστα. ήχοι στους ήχους, λέξεις στις λέξεις, πρόσωπα στον καθρέφτη. ποτάμι στο ποτάμι, αιώνια μουσική απο το τίποτα στο τίποτα ανεξιχνίαστη

Τόλης Νικηφόρου
Απο την συλλογή γαλάζιο βαθύ σαν αντίο




Οι παραπάνω πίνακες είναι του Peter Marček